< ἀποχηρόω
ἀπόχιμος >
[ἀπο]χιμαῖος
,
-ον
relativo a un recibo
ἀπο]χιμαῖα γράμματα
l.d. en
POxy
.3247.13 (III d.C.); cf. ἀπόχιμος.